φεμινιστής

φεμινιστής
ο, θηλ. φεμινίστρια, Ν
οπαδός τού φεμινισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feministe (βλ. και λ. φεμινισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φεμινιστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός του φεμινισμού (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σοφιανόπουλος, Παναγιώτης — Φιλικός και λόγιος, ο πρώτος χρονολογικά Έλληνας φεμινιστής (1786 1852). Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και στη Γαλλία. Το 1814 άσκησε το επάγγελμά του στην Πελοπόννησο. Δραστήριο μέλος της Φιλικής Εταιρείας, χρημάτισε γραμματέας του I. Γκούρα και… …   Dictionary of Greek

  • γυναικόφιλος — ο 1. φίλος τών γυναικών 2. φεμινιστής …   Dictionary of Greek

  • φεμινιστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον φεμινισμό ή στον φεμινιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεμινισμός / φεμινιστής. Η λ., στον λόγιο τ. τού ουδ. φεμινιστικόν, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • γυναικόφιλος — ο ο υποστηρικτής των γυναικών, ο φεμινιστής: Ο άντρας της είναι γυναικόφιλος και τη βοηθά στις δουλειές του σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”